ΟΜΙΛΙΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΤΕΤΑΡΤΗ 02 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011
ΩΡΑ 20:00
ΑΙΘΟΥΣΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΘΕΡΜΗΣ
ΛΕΣΧΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ
ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΘΕΡΜΗΣ/ΘΕΡΜΑΪΚΟΥ
ΟΜΑΔΑ ΕΘΕΛΟΝΤΡΙΩΝ ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Σε συνεργασία με τον
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ (ΟΚΑΝΑ)
KΑΠΟΥ Ν΄ΑΝΗΚΕΙΣ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑΣ
ΠΑΤΑΚΗΣ
Ο Γιάννης είναι μόλις δεκαπέντε χρονών, αλλά η ζωή του, όπως την αφηγείται ένα βράδυ στην Ανθή, είναι γεμάτη ανατροπές που οφείλονται στην ανάγκη του ν' ανήκει κάπου. Ο ίδιος, όμως, μοιάζει να μη χωράει πουθενά.
Μεγαλωμένος στην Τούμπα, δίπλα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, με νονό "τρελαμένο παοκτζή", ήταν φυσιολογικό να υποστηρίζει την ομάδα. Όλα αλλάζουν, όμως, όταν αρχίζει να παίζει ο ίδιος μπάλα, στη θέση του τερματοφύλακα. Εκεί διαμορφώνει άποψη ("φιλόσοφο της μπάλας" τον αποκαλεί η Ανθή), διαχωρίζεται από το πλήθος και επιλέγει να ακολουθήσει το δικό του δρόμο ως αόρατος. Μόνο που η τύχη το φέρνει να χρειαστεί να πάρει στην πλάτη του ολόκληρη την ομάδα του σχολείου και παύει να είναι αόρατος. Την ίδια εποχή γνωρίζει τον Αντώνη που, μαζί με την αδερφή του, τον μυεί στον κόσμο της ροκ μουσικής. "Τρύπες". Το ποδόσφαιρο παύει να είναι το μοναδικό του ενδιαφέρον, οι ορίζοντές του ανοίγουν, αποξενώνεται από τον παλιό του εαυτό και αναζητεί νέα ταυτότητα. Μεγαλώνει.
Λίγο αργότερα, η οικογένειά του μετακομίζει στον Πειραιά και αναγκάζεται να πάει σ' ένα Γυμνάσιο όπου όλοι είναι Ολυμπιακοί. Σαν αντίδραση θα επιλέξει την εύκολη λύση: να ξεχωρίσει μέσω της οπαδικής του ταυτότητας, φτάνοντας σε άκρα που ποτέ δε θα μπορούσε να φανταστεί. "Δε χωρούσες πουθενά, Γιάννη - στη Θεσσαλονίκη είχες γίνει ξένος κι εδώ, που ήσουν ξένος, αποξενώθηκες από τον ίδιο σου τον εαυτό..." σχολιάζει η Ανθή.
Όταν πια ο Γιάννης φτάνει στον πάτο, όταν οι ταυτότητες που χρησιμοποιεί προκειμένου να νιώσει ότι ανήκει κάπου αποδεικνύονται καμένα χαρτιά, όταν νιώθει άδειο το κορμί του και άδεια την καρδιά του, αποφασίζει ν' ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Το παρελθόν του, όμως, είναι βαρύ και οι πράξεις του τον ακολουθούν μέχρι τέλους.
Γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με διαρκείς παρεμβολές από την Ανθή -την κοπέλα που μόλις έχει γνωρίσει και ερωτευτεί ο Γιάννης και η οποία αναλαμβάνει να μας αποκαλύψει το τέλος- το μυθιστόρημα οδηγεί τον αναγνώστη στους μαιάνδρους της εφηβικής σκέψης, όπου η ανάγκη για ένταξη σ' ένα κοινωνικό σύνολο έρχεται συχνά σε σύγκρουση με την υπαρξιακή ανάγκη που νιώθει ο έφηβος να αρθρώσει τον προσωπικό του λόγο, έξω από σχήματα και ομάδες. Όχημα σ' αυτή τη σύγκρουση είναι, στην περίπτωση του Γιάννη, το ποδόσφαιρο, η παοκτζίδικη ταυτότητά του και οι στίχοι (αλλά και η μουσική) από τις "Τρύπες" (και όχι μόνο).
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Καλησπέρα σε όλους σας.
Θα ήθελα πρώτα να σας ευχαριστήσω που επιλέξατε για να διαβάσετε το «Κάπου ν’ ανήκεις» και να σας ζητήσω να με συγχωρέσετε που δεν κατάφερα να παραβρεθώ στη συνάντηση αυτή.
Θα ήταν μεγάλη μου χαρά να ακούσω τη γνώμη σας και τα συναισθήματα που σας δημιούργησε το βιβλίο, αλλά εφόσον δεν μπορώ να το κάνω, θα ήθελα να συμβάλω στη συζήτησή σας αφηγούμενος, έστω κι από απόσταση, τον τρόπο που δημιουργήθηκε το «Κάπου ν’ ανήκεις», προσπαθώντας έμμεσα να απαντήσω σε κάποιες απορίες που μου θέτουν συχνά οι αναγνώστες.
Η ιδέα της συγγραφής ενός εφηβικού βιβλίου με θέμα το ποδόσφαιρο, μου δημιουργήθηκε πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2008, όταν ολοκλήρωσα τη συγγραφή ενός διηγήματος για μια συλλογή ιστοριών ποδοσφαίρου απ’ όλο τον κόσμο που κυκλοφορεί πια από τις εκδόσεις Πατάκη με τον τίτλο «Όλη η Γη μια μπάλα». Στο διήγημα αυτό, που ονομάζεται «Ο φύλακας άγγελος», ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι ο ήρωας (ο οποίος είναι 11 χρονών, παίζει πάντα στη θέση του τερματοφύλακα κι είναι οπαδός της ΑΕΛ), διαθέτει πολλά κοινά σημεία με το Γιάννη, τον ήρωα του «Κάπου ν’ ανήκεις». Η μόνη τους διαφορά βρίσκεται στην ομάδα που υποστηρίζουν και στους χώρους που κινούνται: ο ένας είναι ΑΕΛ και κινείται στη Λάρισα, γύρω από το Αλκαζάρ (δεν είχε χτιστεί τότε το νέο γήπεδο της ομάδας), ο άλλος είναι ΠΑΟΚ και κινείται στη Θεσσαλονίκη, γύρω από το γήπεδο της Τούμπας. Κι οι δυο τους όμως είναι τερματοφύλακες, κι οι δυο τους οπαδοί του έντιμου και ομαδικού παιχνιδιού, κι οι δυο έχουν τους ήρωές τους από τον κόσμο του ποδοσφαίρου, κι οι δυο παλεύουν να γίνουν καλύτεροι.
Με βάση το «Φύλακα άγγελο», λοιπόν, άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου ο Γιάννης και να ξεδιπλώνεται η ιστορία του όπως τη διαβάσατε. Κι αν επέλεξα να τον κάνω οπαδό του ΠΑΟΚ, οφείλεται κυρίως στην αγάπη μου για την ομάδα αυτή αλλά και στην απορία μου για τις πράξεις μεγάλης μερίδας οπαδών της οι οποίοι, από υπερβάλλοντα ζήλο, καταδικάζουν συχνά πυκνά την ομάδα σε τιμωρίες. Με λίγα λόγια, επέλεξα να ασχοληθώ και με το ζήτημα του φανατισμού που συναντάμε πολύ συχνά σε οπαδούς ομάδων σ’ όλη τη Γη, ζήτημα που θεωρώ ότι ταιριάζει πολύ καλά στην εφηβική ηλικία την οποία διανύει ο ήρωας.
Μέχρι να φτάσω στο σημείο να είμαι έτοιμος να γράψω, πέρασε ο χειμώνας του 2008 με τα συνταρακτικά γεγονότα των αρχών του Δεκέμβρη στην Αθήνα και τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, και έφτασε η άνοιξη. Εκεί, κάπου στις αρχές της, πίστεψα ότι ήμουν πια έτοιμος να ξεκινήσω να γράφω. Και ξεκίνησα, με το Γιάννη να μιλάει διαρκώς σε πρώτο πρόσωπο απευθυνόμενος σε έναν αόρατο για τον αναγνώστη ακροατή, μέχρι που έφτασα σ’ ένα αρκετά προχωρημένο σημείο του μυθιστορήματος (είχε ήδη γνωρίσει τις «Τρύπες» κι ήταν έτοιμος να πάει στο Γυμνάσιο στον Πειραιά φορώντας τη φανέλα του Ζαγοράκη), όταν συνειδητοποίησα ότι κάτι δεν μου πάει καλά… Μου έλειπε η φωνή της κοινής λογικής, του μη ενημερωμένου αναγνώστη, αυτού που δεν ξέρει από μπάλα και δυσανασχετεί με όσα τεχνικά και μη αναφέρει ο Γιάννης. Κι έτσι, ύστερα μετά από αρκετές μέρες, δημιουργήθηκε ο χαρακτήρας της Ανθής -χαρακτήρας κλειδί για την κατανόηση του μυθιστορήματος-, στην οποία επέλεξα να δώσω και την αφήγηση του τέλους. Με μία διαφορά: δεν ήξερα ποιο θα είναι το τέλος…
Αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, πρέπει να σας ομολογήσω ότι ποτέ δεν θα σκεφτόμουν να δώσω ένα τέτοιο τέλος σε ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται σε εφήβους. Κι ούτε θα το έκανα ποτέ στο «Κάπου ν’ ανήκεις», αν συνέβαινε να το είχα ολοκληρώσει έξι μήνες πριν. Κι επιπλέον, έχω την αίσθηση ότι κανείς έφηβος αναγνώστης δεν θα το έπαιρνε στα σοβαρά, καθώς, κανείς έφηβος, τουλάχιστον πριν το Δεκέμβρη του 2008, δεν θα μπορούσε να διανοηθεί πως υπάρχει θάνατος, και μάλιστα τόσο άδικος, για ένα συνομήλικό του. Ότι υπάρχει ο φόβος του θανάτου ακόμα και γι αυτόν τον ίδιο, δηλαδή. Όμως, η δολοφονία του Γρηγορόπουλου, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη βία που ακολούθησε αλλά και η κατήφεια κι η απαισιοδοξία που, δυστυχώς, ακόμα πλανώνται απειλητικές από πάνω μας, με οδήγησαν λίγο καιρό μετά να δώσω αυτό το τέλος στο «Κάπου ν’ ανήκεις», σαν φυσικό επακόλουθο της συναισθηματικής κατάστασης στην οποία όλοι βρισκόμασταν εκείνη την εποχή. Μην προσπαθήσετε, λοιπόν, να βρείτε ηθικό δίδαγμα στο άδικο τέλος του Γιάννη –είναι η εικόνα της γενιάς του, θύμα τυχαίων γεγονότων και καταστάσεων και, τελικά, της ίδιας του της ανάγκης του ν‘ ανήκει κάπου την οποία έτυχε να μην χειριστεί καλά.
Ενάμισι χρόνο αργότερα, όταν είχα τελειώσει πια το επόμενο μυθιστόρημά μου για εφήβους στο οποίο πρωταγωνιστεί η 16χρονη Μάρθα που καλείται να επιβιώσει δίχως χρήματα και σπίτι σε μια λεηλατημένη μετά τη Χρεοκοπία Αθήνα, η πρώτη αντίδραση της Μαρίας Παπαγιάννη, της πολύ καλής φίλης και συγγραφέα που το διάβασε στην αρχική του μορφή, ήταν πολύ εύγλωτη: «Μα, εσύ γράφεις πάλι για το ίδιο θέμα!». Κι έτσι διαπίστωσα ότι η εξερεύνησή μου στο ζήτημα της ταυτότητας στην κρίσιμη εφηβική ηλικία όπου η εικόνα που έχει ο καθένας για τον εαυτό του υπόκειται σε δεκάδες στρεβλώσεις, αποτέλεσμα της επιτακτικής ανάγκης του να ενταχθεί σε κάποια υποομάδα του κοινωνικού συνόλου, με ακολουθεί και στο επόμενο μυθιστόρημα και, όπως φαίνεται, με ακολουθεί και σ’ ένα τρίτο, πολυπρόσωπο βιβλίο που διαμορφώνω αυτή τη στιγμή…
Μέχρι τότε όμως, απολαύστε το «Κάπου ν’ ανήκεις» και, για όσους ενδιαφερθούν, μέχρι το τέλος του Φλεβάρη θα έχει κυκλοφορήσει και το δεύτερο μέρος της άτυπης αυτής τριλογίας που δημιουργήθηκε στην πορεία, με τον τίτλο «Ύαινες».
Σας ευχαριστώ πολύ και σας εύχομαι καλές και δημιουργικές αναγνώσεις!
Χίος, 21/01/2011
Φίλιππος Μανδηλαράς
Ο Γιάννης είναι μόλις δεκαπέντε χρονών, αλλά η ζωή του, όπως την αφηγείται ένα βράδυ στην Ανθή, είναι γεμάτη ανατροπές που οφείλονται στην ανάγκη του ν' ανήκει κάπου. Ο ίδιος, όμως, μοιάζει να μη χωράει πουθενά.
Μεγαλωμένος στην Τούμπα, δίπλα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, με νονό "τρελαμένο παοκτζή", ήταν φυσιολογικό να υποστηρίζει την ομάδα. Όλα αλλάζουν, όμως, όταν αρχίζει να παίζει ο ίδιος μπάλα, στη θέση του τερματοφύλακα. Εκεί διαμορφώνει άποψη ("φιλόσοφο της μπάλας" τον αποκαλεί η Ανθή), διαχωρίζεται από το πλήθος και επιλέγει να ακολουθήσει το δικό του δρόμο ως αόρατος. Μόνο που η τύχη το φέρνει να χρειαστεί να πάρει στην πλάτη του ολόκληρη την ομάδα του σχολείου και παύει να είναι αόρατος. Την ίδια εποχή γνωρίζει τον Αντώνη που, μαζί με την αδερφή του, τον μυεί στον κόσμο της ροκ μουσικής. "Τρύπες". Το ποδόσφαιρο παύει να είναι το μοναδικό του ενδιαφέρον, οι ορίζοντές του ανοίγουν, αποξενώνεται από τον παλιό του εαυτό και αναζητεί νέα ταυτότητα. Μεγαλώνει.
Λίγο αργότερα, η οικογένειά του μετακομίζει στον Πειραιά και αναγκάζεται να πάει σ' ένα Γυμνάσιο όπου όλοι είναι Ολυμπιακοί. Σαν αντίδραση θα επιλέξει την εύκολη λύση: να ξεχωρίσει μέσω της οπαδικής του ταυτότητας, φτάνοντας σε άκρα που ποτέ δε θα μπορούσε να φανταστεί. "Δε χωρούσες πουθενά, Γιάννη - στη Θεσσαλονίκη είχες γίνει ξένος κι εδώ, που ήσουν ξένος, αποξενώθηκες από τον ίδιο σου τον εαυτό..." σχολιάζει η Ανθή.
Όταν πια ο Γιάννης φτάνει στον πάτο, όταν οι ταυτότητες που χρησιμοποιεί προκειμένου να νιώσει ότι ανήκει κάπου αποδεικνύονται καμένα χαρτιά, όταν νιώθει άδειο το κορμί του και άδεια την καρδιά του, αποφασίζει ν' ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Το παρελθόν του, όμως, είναι βαρύ και οι πράξεις του τον ακολουθούν μέχρι τέλους.
Γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με διαρκείς παρεμβολές από την Ανθή -την κοπέλα που μόλις έχει γνωρίσει και ερωτευτεί ο Γιάννης και η οποία αναλαμβάνει να μας αποκαλύψει το τέλος- το μυθιστόρημα οδηγεί τον αναγνώστη στους μαιάνδρους της εφηβικής σκέψης, όπου η ανάγκη για ένταξη σ' ένα κοινωνικό σύνολο έρχεται συχνά σε σύγκρουση με την υπαρξιακή ανάγκη που νιώθει ο έφηβος να αρθρώσει τον προσωπικό του λόγο, έξω από σχήματα και ομάδες. Όχημα σ' αυτή τη σύγκρουση είναι, στην περίπτωση του Γιάννη, το ποδόσφαιρο, η παοκτζίδικη ταυτότητά του και οι στίχοι (αλλά και η μουσική) από τις "Τρύπες" (και όχι μόνο).
Στόχος είναι να αποτελέσει η ανάγνωση του βιβλίου την αφορμή για μια κοινή συνάντηση των λεσχών και μια συζήτηση πάνω σε θέματα που προκύπτουν από το βιβλίο και έχουν να κάνουν με θέματα σχέσεων, επικοινωνίας και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εφηβείας.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Καλησπέρα σε όλους σας.
Θα ήθελα πρώτα να σας ευχαριστήσω που επιλέξατε για να διαβάσετε το «Κάπου ν’ ανήκεις» και να σας ζητήσω να με συγχωρέσετε που δεν κατάφερα να παραβρεθώ στη συνάντηση αυτή.
Θα ήταν μεγάλη μου χαρά να ακούσω τη γνώμη σας και τα συναισθήματα που σας δημιούργησε το βιβλίο, αλλά εφόσον δεν μπορώ να το κάνω, θα ήθελα να συμβάλω στη συζήτησή σας αφηγούμενος, έστω κι από απόσταση, τον τρόπο που δημιουργήθηκε το «Κάπου ν’ ανήκεις», προσπαθώντας έμμεσα να απαντήσω σε κάποιες απορίες που μου θέτουν συχνά οι αναγνώστες.
Η ιδέα της συγγραφής ενός εφηβικού βιβλίου με θέμα το ποδόσφαιρο, μου δημιουργήθηκε πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2008, όταν ολοκλήρωσα τη συγγραφή ενός διηγήματος για μια συλλογή ιστοριών ποδοσφαίρου απ’ όλο τον κόσμο που κυκλοφορεί πια από τις εκδόσεις Πατάκη με τον τίτλο «Όλη η Γη μια μπάλα». Στο διήγημα αυτό, που ονομάζεται «Ο φύλακας άγγελος», ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι ο ήρωας (ο οποίος είναι 11 χρονών, παίζει πάντα στη θέση του τερματοφύλακα κι είναι οπαδός της ΑΕΛ), διαθέτει πολλά κοινά σημεία με το Γιάννη, τον ήρωα του «Κάπου ν’ ανήκεις». Η μόνη τους διαφορά βρίσκεται στην ομάδα που υποστηρίζουν και στους χώρους που κινούνται: ο ένας είναι ΑΕΛ και κινείται στη Λάρισα, γύρω από το Αλκαζάρ (δεν είχε χτιστεί τότε το νέο γήπεδο της ομάδας), ο άλλος είναι ΠΑΟΚ και κινείται στη Θεσσαλονίκη, γύρω από το γήπεδο της Τούμπας. Κι οι δυο τους όμως είναι τερματοφύλακες, κι οι δυο τους οπαδοί του έντιμου και ομαδικού παιχνιδιού, κι οι δυο έχουν τους ήρωές τους από τον κόσμο του ποδοσφαίρου, κι οι δυο παλεύουν να γίνουν καλύτεροι.
Με βάση το «Φύλακα άγγελο», λοιπόν, άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου ο Γιάννης και να ξεδιπλώνεται η ιστορία του όπως τη διαβάσατε. Κι αν επέλεξα να τον κάνω οπαδό του ΠΑΟΚ, οφείλεται κυρίως στην αγάπη μου για την ομάδα αυτή αλλά και στην απορία μου για τις πράξεις μεγάλης μερίδας οπαδών της οι οποίοι, από υπερβάλλοντα ζήλο, καταδικάζουν συχνά πυκνά την ομάδα σε τιμωρίες. Με λίγα λόγια, επέλεξα να ασχοληθώ και με το ζήτημα του φανατισμού που συναντάμε πολύ συχνά σε οπαδούς ομάδων σ’ όλη τη Γη, ζήτημα που θεωρώ ότι ταιριάζει πολύ καλά στην εφηβική ηλικία την οποία διανύει ο ήρωας.
Μέχρι να φτάσω στο σημείο να είμαι έτοιμος να γράψω, πέρασε ο χειμώνας του 2008 με τα συνταρακτικά γεγονότα των αρχών του Δεκέμβρη στην Αθήνα και τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, και έφτασε η άνοιξη. Εκεί, κάπου στις αρχές της, πίστεψα ότι ήμουν πια έτοιμος να ξεκινήσω να γράφω. Και ξεκίνησα, με το Γιάννη να μιλάει διαρκώς σε πρώτο πρόσωπο απευθυνόμενος σε έναν αόρατο για τον αναγνώστη ακροατή, μέχρι που έφτασα σ’ ένα αρκετά προχωρημένο σημείο του μυθιστορήματος (είχε ήδη γνωρίσει τις «Τρύπες» κι ήταν έτοιμος να πάει στο Γυμνάσιο στον Πειραιά φορώντας τη φανέλα του Ζαγοράκη), όταν συνειδητοποίησα ότι κάτι δεν μου πάει καλά… Μου έλειπε η φωνή της κοινής λογικής, του μη ενημερωμένου αναγνώστη, αυτού που δεν ξέρει από μπάλα και δυσανασχετεί με όσα τεχνικά και μη αναφέρει ο Γιάννης. Κι έτσι, ύστερα μετά από αρκετές μέρες, δημιουργήθηκε ο χαρακτήρας της Ανθής -χαρακτήρας κλειδί για την κατανόηση του μυθιστορήματος-, στην οποία επέλεξα να δώσω και την αφήγηση του τέλους. Με μία διαφορά: δεν ήξερα ποιο θα είναι το τέλος…
Αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, πρέπει να σας ομολογήσω ότι ποτέ δεν θα σκεφτόμουν να δώσω ένα τέτοιο τέλος σε ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται σε εφήβους. Κι ούτε θα το έκανα ποτέ στο «Κάπου ν’ ανήκεις», αν συνέβαινε να το είχα ολοκληρώσει έξι μήνες πριν. Κι επιπλέον, έχω την αίσθηση ότι κανείς έφηβος αναγνώστης δεν θα το έπαιρνε στα σοβαρά, καθώς, κανείς έφηβος, τουλάχιστον πριν το Δεκέμβρη του 2008, δεν θα μπορούσε να διανοηθεί πως υπάρχει θάνατος, και μάλιστα τόσο άδικος, για ένα συνομήλικό του. Ότι υπάρχει ο φόβος του θανάτου ακόμα και γι αυτόν τον ίδιο, δηλαδή. Όμως, η δολοφονία του Γρηγορόπουλου, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη βία που ακολούθησε αλλά και η κατήφεια κι η απαισιοδοξία που, δυστυχώς, ακόμα πλανώνται απειλητικές από πάνω μας, με οδήγησαν λίγο καιρό μετά να δώσω αυτό το τέλος στο «Κάπου ν’ ανήκεις», σαν φυσικό επακόλουθο της συναισθηματικής κατάστασης στην οποία όλοι βρισκόμασταν εκείνη την εποχή. Μην προσπαθήσετε, λοιπόν, να βρείτε ηθικό δίδαγμα στο άδικο τέλος του Γιάννη –είναι η εικόνα της γενιάς του, θύμα τυχαίων γεγονότων και καταστάσεων και, τελικά, της ίδιας του της ανάγκης του ν‘ ανήκει κάπου την οποία έτυχε να μην χειριστεί καλά.
Ενάμισι χρόνο αργότερα, όταν είχα τελειώσει πια το επόμενο μυθιστόρημά μου για εφήβους στο οποίο πρωταγωνιστεί η 16χρονη Μάρθα που καλείται να επιβιώσει δίχως χρήματα και σπίτι σε μια λεηλατημένη μετά τη Χρεοκοπία Αθήνα, η πρώτη αντίδραση της Μαρίας Παπαγιάννη, της πολύ καλής φίλης και συγγραφέα που το διάβασε στην αρχική του μορφή, ήταν πολύ εύγλωτη: «Μα, εσύ γράφεις πάλι για το ίδιο θέμα!». Κι έτσι διαπίστωσα ότι η εξερεύνησή μου στο ζήτημα της ταυτότητας στην κρίσιμη εφηβική ηλικία όπου η εικόνα που έχει ο καθένας για τον εαυτό του υπόκειται σε δεκάδες στρεβλώσεις, αποτέλεσμα της επιτακτικής ανάγκης του να ενταχθεί σε κάποια υποομάδα του κοινωνικού συνόλου, με ακολουθεί και στο επόμενο μυθιστόρημα και, όπως φαίνεται, με ακολουθεί και σ’ ένα τρίτο, πολυπρόσωπο βιβλίο που διαμορφώνω αυτή τη στιγμή…
Μέχρι τότε όμως, απολαύστε το «Κάπου ν’ ανήκεις» και, για όσους ενδιαφερθούν, μέχρι το τέλος του Φλεβάρη θα έχει κυκλοφορήσει και το δεύτερο μέρος της άτυπης αυτής τριλογίας που δημιουργήθηκε στην πορεία, με τον τίτλο «Ύαινες».
Σας ευχαριστώ πολύ και σας εύχομαι καλές και δημιουργικές αναγνώσεις!
Χίος, 21/01/2011
Φίλιππος Μανδηλαράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου